προκατάσχεσις

προκατάσχεσις
-έσεως, ἡ, Μ [προκατέχω]
η εκ τών προτέρων κατάσχεση, αναστολή, εμπόδιση («προκατάσχεσις ὑδάτων», Λέων Διακ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”